ἁληγός

ἁληγός
ἁληγός, όν,
A carrying salt, Plu.2.685e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αληγός — ἁληγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει αλάτι («ἁληγὰ πλοῑα», Πλούταρχος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς, ἁλός «αλάτι» + ηγός < ἄγω] …   Dictionary of Greek

  • ἁληγά — ἁληγός carrying salt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁληγῶν — ἁληγός carrying salt masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”